μετριάσῃ

μετριάσῃ
μετριά̱σῃ , μετριάω
aor subj mid 2nd sg (attic doric)
μετριά̱σῃ , μετριάω
aor subj act 3rd sg (attic doric)
μετριά̱σῃ , μετριάω
fut ind mid 2nd sg (attic doric)
μετριάζω
to be moderate
aor subj mid 2nd sg
μετριάζω
to be moderate
aor subj act 3rd sg
μετριάζω
to be moderate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετρίαση — η (ΑΜ μετρίασις) [μετριάζω] μετριασμός, μετρίασμα …   Dictionary of Greek

  • επίκρασις — ἐπίκρασις, ἡ (Α) [κράσις] 1. (για ποτά, χυμούς κ.λπ.) ανάμιξη, συγκερασμός 2. μετρίαση που γίνεται με ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • μετρίασμα — το (Μ μετρίασμα και μετρίασμαν και μιτρίασμα) [μετριάζω] μετρίαση, μετριασμός, περιορισμός μσν. 1. αστεϊσμός, χωρατό 2. σάτιρα 3. διασκέδαση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”